- ἐυκνήμῖς
- ἐυ-κνήμῖς, ῖδος: well-greaved, epith. of Ἀχαιοί, and in the Od. also of ἑταῖροι. (See cut under ἀμφίβροτος.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εϋκνήμις — ἐϋκνήμις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ. β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ.) ο καλά οπλισμένος 3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις… … Dictionary of Greek
ἐυκνήμις — ἐϋκνήμῑς , ἐυκνήμις well greaved fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκνήμιδας — ἐϋκνήμῑδας , ἐυκνήμις well greaved fem acc pl ἐϋκνήμῑδας , ἐυκνήμις well greaved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκνήμιδες — ἐϋκνήμῑδες , ἐυκνήμις well greaved fem nom/voc pl ἐϋκνήμῑδες , ἐυκνήμις well greaved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκνήμισιν — ἐϋκνήμῑσιν , ἐυκνήμις well greaved fem dat pl ἐϋκνήμῑσιν , ἐυκνήμις well greaved masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COTUATUS — vide Conetodunus: Quod nomen corrupit Caesar, Gallice Gutwad, qui est egregiis suris, Εὐκνῆμις … Hofmann J. Lexicon universale
ἐυκνήμιδα — ἐϋκνήμῑδα , ἐυκνήμις well greaved fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκνήμιδος — ἐϋκνήμῑδος , ἐυκνήμις well greaved fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)